παλμιτικός

παλμιτικός
-ή, -ό
φρ. «παλμιτικό οξύ»
χημ. άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένο μονοκαρβονικό οξύ, γνωστό και με τη συστηματική ονομασία δεκαεξανοϊκό οξύ, που είναι διαδεδομένο με τη μορφή τού τριγλυκεριδίου τού παλμιτίνη σε πολλές λιπαρές ουσίες και χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιία και για τη δημιουργία αδιάβροχων επικαλύψεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. palmitique < palmit- (< λατ. palma «φοίνικας»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”